- επικάθιση
- ηη ενέργεια τού επικαθίζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < επικαθίζω. Η λ. στον λόγιο τ. επικάθισις μαρτυρείται από το 1866 στον Ιωάνν. Πανταζίδη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπικαθίσῃ — ἐπικαθίζω set upon aor subj mid 2nd sg ἐπικαθίζω set upon aor subj act 3rd sg ἐπικαθίζω set upon fut ind mid 2nd sg ἐπικαθίζω set upon fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)